- δυστεκνία
- δυστεκνία, η (Α)έλλειψη παιδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυστεκνίαν — δυστεκνίᾱν , δυστεκνία ill luck in the matter of children fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστεκνίη — δυστεκνία ill luck in the matter of children fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστεκνίην — δυστεκνία ill luck in the matter of children fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστεκνίης — δυστεκνία ill luck in the matter of children fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκία — η (AM δυστοκία) δυσκολία στον τοκετό, δύσκολη γέννα νεοελλ. δυσκολία στη λήψη μιας απόφασης, αναβλητικότητα αρχ. δυστεκνία … Dictionary of Greek